- υπεράρρητος
- -ον, ΜΑ [ἄρρητος]περισσότερο και από άρρητος, πέρα από κάθε δυνατότητα περιγραφής, ανέκφραστος.επίρρ...ὑπεραρρήτως ΜΑμε τρόπο που καθίσταται αδύνατη οποιαδήποτε έκφραση ή περιγραφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.